- εφοδιαστής
- ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω]νεοελλ.αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστήςαρχ.1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης2. εισβολέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορηγητής — ο θηλ. χορηγήτρια 1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον. 2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)